αγγλομαθής

αγγλομαθής
-ές
γνώστης τής αγγλικής γλώσσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Άγγλος + -μαθής < μανθάνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αγγλομαθής — ής, ές αυτός που ξέρει την αγγλική γλώσσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -μαθής — (AM μαθής) β συνθετικό λόγιας προέλευσης επιθέτων < αρχ. μαθής < μάθος < μανθάνω*, που σημαίνουν τον γνώστη, αυτόν που έχει μάθει και γνωρίζει κάτι.Παραδείγματα σύνθ. σε μαθής: αμαθής, αρτιμαθής, αυτομαθής, δυσμαθής, ευμαθής, ημιμαθής,… …   Dictionary of Greek

  • αγγλόγλωσσος — η, ο αυτός που γνωρίζει και μιλά την αγγλική γλώσσα, αγγλομαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άγγλος + γλώσσα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”